- ῥύγχη
- ῥύγχοςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ῥύγχοςneut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στέρνιον — και στερνίον και στέρνιν, τὸ, Α [στέρνον] είδος δύσπεπτου φαγητού, πιθανώς από στέρνο ζώου («τῶν κρεῶν βούλβιον καὶ στέρνιον καὶ πόδες... τῶν βοῶν ἢ ῥύγχη», Αλέξ.Τράλλ.) … Dictionary of Greek